ψυχοπονιάρης, -α

ψυχοπονιάρης, -α
ψυχοπονιάρης, -α και -ισσα, -ικο ο ψυχόπονος, αυτός που έχει πονετική ψυχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυχοπονιάρης — α και ισσα, ικο, Ν ψυχόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοπόνια + κατάλ. άρης (πρβλ. ζαβολι άρης)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπονιάρικος — η, ο, Ν [ψυχοπονιάρης] ψυχοπονιάρης …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπονιάρικος — η, ο βλ. ψυχοπονιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”